- ἐλαφροτέρου
- ἐλαφρόςlight in weightmasc/neut gen comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
Ιφικράτης — (415; – 354 π.Χ.).Αθηναίος στρατηγός. Το 393 π.Χ., κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, δημιούργησε ένα ικανότατο σώμα πελταστών (βλ. λ. πελταστές), οι οποίοι εξαιτίας του ελαφρότερου οπλισμού τους ήταν πιο ευκίνητοι από τους οπλίτες. Με το… … Dictionary of Greek